Αλήθειες και ψέματα μέσα σε μια δυσλεκτική κοινωνία σωμάτων και ψυχών.
Της Μαρίας Δήμου
Υπάρχουν οι τρεις όροι ταύτιση, μίμηση και ταυτότητα.
Ο όρος της ταύτισης εισάγει δυο ερωτήματα. Με ποιον ή με τι ταυτίζεται κάποιος και μέσω τι; Η ταύτιση είναι ένα δάνειο, μπορούμε να ταυτιστούμε με τον όμοιο μας με αυτόν που έχουμε κοινά γνωρίσματα. Επίσης μπορούμε να ταυτιστούμε με τον Άλλον που μας μιλά, αυτός δεν είναι όμοιος μας, λαμβάνουμε τα ιδανικά του, τους κανόνες και τα απαγορευμένα του, ταυτιζόμαστε με τις συνήθειες και το λόγο του. Η ταύτιση πλάθει τόσο το σώμα, την εικόνα όσο και τις συνήθειες του ατόμου. Μέσω της ταύτισης ο άνθρωπος ομογενοποιείται, προσανατολίζεται, τιθασεύεται για να έχει το αίσθημα του ανήκειν.
Ο όρος της μίμησης, συναντιέται πιο συχνά στο ζωικό βασίλειο. Η μίμηση είναι, το να κάνεις το ίδιο, σε οποιοδήποτε επίπεδο. Έκφραση προσώπου, στάση σώματος, χροιά φωνής. Κλώνοι της εικόνας. Δε κρατά πολύ. Ο μίμος ή αυτός που κάνει σάτιρα, μιμείται και μετά επανέρχεται στο στυλ του. Ο ηθοποιός ταυτίζεται, μπαίνει «στο πετσί του ρόλου» σε σημεία που ο θεατής πολλές φορές τον ταυτίζει με τον ρόλο.
Ο όρος της ταυτότητας όμως είναι μια άλλη υπόθεση. Τουλάχιστον για τη ψυχανάλυση. Ενώ στη κοινωνία το να έχει κανείς μια ταυτότητα τον κάνει υπαρκτό, αποδεκτό, στη ψυχανάλυση πρέπει να καταλήγει κανείς στη μη ταυτότητά του. Στην άρση των ταυτίσεων, στην απομάκρυνση των μιμήσεων ώστε να αναδειχθεί το μοναδικό γνώρισμα του κάθε υποκειμένου. Το να θέλει κανείς μια ταύτιση είναι για να εξασφαλίσει μια ταυτότητα. Η ψυχανάλυση ξεκινά με την αμφισβήτηση αυτής της ταυτότητας.
Όπως στη καθημερινότητα της δημοκρατίας οι πολίτες έχουν αντιπροσώπους τους οποίους αμφισβητούν, έτσι και στη ψυχανάλυση το υποκείμενο χρησιμοποιεί λέξεις για τη παραγωγή ενός νοήματος ταυτότητας το οποίο κατόπιν θα αμφισβητηθεί. Τα υποκείμενα που απευθύνονται στη ψυχανάλυση παρουσιάζουν τακτικά συγκρούσεις ταυτότητας που περιέχουν ένα ιδιάζον παράπονο. Παράπονο ότι δε πετυχαίνουν να είναι σύμφωνοι με αυτό που αποκαλούμε κοινωνικό ον, μη σύμφωνοι με τη θέση τους στο επάγγελμα, την οικογένεια, την ερωτική ζωή και μη σύμφωνοι με τα κοινωνικά ιδεώδη της εποχής μιας καπιταλιστικής κοινωνίας όπου ενσωματώνει την τέλεια εικόνα απορρίπτοντας ό,τι διαφέρει.
Και οι ταυτότητα φύλου; Τι σημαίνει εν τέλει φυσιολογική σεξουαλικότητα; Ποιος το κρίνει αυτό; Ποιο είναι το μέτρο σύγκρισης; Μπορούν δυο γυναίκες να αγαπηθούν και να κάνουν οικογένεια; Και η υιοθεσία; Επιτρέπεται παιδιά να έχουν γονείς με το ίδιο βιολογικό φύλο; Θα βγουν διαταραγμένα;
Ερωτήματα ταυτοτήτων. Ερωτήματα που γεννούν το ερώτημα της ανθρώπινης φύσης. Ερωτήματα που απαντιούνται αφού γίνουν κατάφαση, δηλαδη ένα ξεκάθαρο “ναι”, στα σπλάχνα μιας ψυχανάλυσης.
Όποιος μιλάει για ταυτότητα συγκαλεί ταυτόχρονα την διαφορά και το όμοιο. Υπάρχουν δύο γνωρίσματα της ταυτότητας, το γνώρισμα της διαφοράς και το γνώρισμα του όμοιου. Κάθε φορά που μια ταύτιση παύει να υπάρχει έχουμε μια ταυτότητα αποχωρισμού, μια νέα ταυτότητα. Μια ψυχανάλυση αυξάνει κατά πολύ τη ξεγύμνωση του υποκειμένου με στόχο μιαν απάντηση στο ερώτημα του «τί είμαι;». Τι είμαι για τον Άλλον, για το σώμα μου, για τη κοινωνία, για την αγάπη, για τη ζωή. Μια ψυχανάλυση θα έπρεπε πάντα να επιτρέπει στον καθένα να αντιληφθεί και να αναλάβει την απόλυτη διαφορά του εαυτού του και να τη προσαρμόσει μέσα στη κοινωνία, δηλαδή τη ταυτότητα του.
Υπό αυτό το πρίσμα η ομοφυλοφιλία και ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι μια αντίστροφη όψη μιας αλήθειας που αρνείται η κοινωνία. «Ποιος είσαι; Αυτό που απορρίπτεις..». Ξεκινά κανείς τη ζωή του νιώθοντας ότι είναι η εξαίρεση μιας φυσιολογικότητας που για να υπάρξει έχει καταπιεστεί. Για να είσαι φυσιολογικός καταπιέσου, προστάζει η κοινωνία σχεδόν διατάζοντας αλλά και διαταράζοντας τη φυσική ροή μιας εξέλιξης. Υπάρχει κάτι σαν τυραννία της ώθησης προς τον κομφορμισμό που επιτίθεται στο διαφορετικό, δε του αφήνει δικαίωμα ύπαρξης. Στη ζωή πέρα από το ερώτημα της επιθυμίας υπάρχει και αυτό που αποκαλούμε απόλαυση. Εκεί εμπλέκεται και το σώμα, ένα σώμα που δεν είναι συνέπεια καμίας ταύτισης, ενέχει ένα είδος απόλαυσης που δεν εγγράφεται στο λόγο, στις λέξεις, στα νοήματα. Όπως χαρακτηριστικά διευκρινίζει ο Φρόιντ, όταν κανείς μιλά για την απόλαυση του δε μιλά για το φύλο του, αλλά για τις μερικές ενορμήσεις του, όπως η στοματική, πρωκτική, βλεπτική, επικλητική. Παραμένει μετέωρο το ερώτημα του τι θα ήταν η καθαρά σεξουαλική απόλαυση.
Μια κονωνία λοιπόν, που υποφέρει στη καταπίεση του «ορθού», που αναγνωρίζει τα τέκνα της μέσω μιας κανονικότητας που επιτρέπει τον κανόνα που απολαμβάνει κρυφά κι εξαιρεί την εξαίρεση που μιλά ανοικτά γι΄αυτό που δε λέγεται, μια τέτοια κοινωνία αποκτά λόξιγκα μπροστά στην αλήθεια. Στην αλήθεια που δηλώνει ευθαρσώς πως δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα , δηλαδή πως δε μας καθορίζει μόνο το βιολογικό φύλο, την αλήθεια που μιλά την αλήθεια της και που συμπεριφέρεται στη σεξουαλικότητα με έναν τρόπο που πιο πολύ δημιουργεί ταυτότητα παρά την απορρίπτει.
Η ταυτότητα στη ψυχανάλυση είναι να αποτελείς εξαίρεση στον κανόνα, δίχως να τον απαρνιέσαι. Το φύλο στη ψυχανάλυση αναγνωρίζεται περισσότερο ως ψυχικό παρά βιολογικό. Συνεπώς η ταυτότητα φύλου είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα ενός σώματος που εμφυλοποιείται από τη ψυχή, από την ψυχική επιλογή φύλου κι όχι τη βιολογική. Υπό αυτό το πρίσμα, στη τελική τι είναι αποδεκτό και τι όχι; Οι ταυτότητες φύλου είναι ταμπού σε μια κοινωνία που ήδη έχει χάσει τη ταυτότητα της. Και δε θα τη ξαναβρεί αν δε προσαρμοστεί σε μια πραγματικότητα που δε χωρά πλέον μιμητισμό και ταυτίσεις δίχως αύριο στην αλήθεια. Όπου κανείς συναντά την αλήθεια, συναντά και κάτι που δε μιλά. Τουλάχιστον με όρους κομφορμισμού και σοβαροφάνειας. Σώματα, ψυχές αλήθειες στη ταυτότητα φύλου. Δε μένει παρά να περιμένουμε να ξανά γραφτεί η ιστορία. Κι εκεί που σήμερα θεωρείται κάτι ανωμαλία, αύριο θα θεωρείται δικαίωμα στην αγάπη, τον έρωτα, στο τρόπο που κανείς μπορεί να τα βγάλει πέρα με ένα σώμα που η ψυχή του μέσα αδημονεί να υπάρχει. Της αξίζει τιμωρία και αποκλεισμός γι’ αυτό; Όχι φυσικα. Τελικά το φύλο συκής των πρωτόπλαστων πρέπει να καλύψει όλο το σώμα του ομοφυλόφιλου; Και στα αλήθεια, αυτό τιμά τη νεοφιλελεύθερη κοινωνία του σήμερα που κρύβει τα ιδανικά της, σε κλισέ, ταμπού και καθωσπρεπισμούς; Αν έχει ιδανικά. Η τέλεια από photoshop γυναίκα και ο ματσό κρυμμένος μέσα στη πλούσια γενειάδα του άντρας είναι πράγματι, ιδανικό ή ένα στυλ δανεικό για να κρυφτεί η ατροφία της ψυχής μέσα του; Στη τελική οι ταυτότητες φύλου, είναι κοινωνική υπόθεση και υπόθεση όλων κι αξίζει το χώρο του. Τουλάχιστον στη ψυχανάλυση. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η ψυχανάλυση θεωρείται ριζοσπαστική και ακραία. Λες και δεν είναι ακραίο γεγονός το ότι ήρθαμε σε αυτή τη ζωή και από τη πρώτη στιγμή το πρωταρχικό ερώτημα ήταν το ανατομικό φύλο του παιδιού. Για το ψυχικό φύλο ούτε λόγος. Και καλύτερα. Η ιστορία δείχνει πως ο καθένας όταν αναλαμβάνει το λόγο του, γιατί για όλους έρχεται αυτή η στιγμή, τότε δημιουργεί τη μοναδική του ταυτότητα. Κι όπως κάθε τι μοναδικό, το απορρίπτει η κατά τα άλλα σύγχρονη κοινωνία που αναγνωρίζει το όμοιο. Κι αν αυτό δεν είναι ρατσισμός, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε τί σόι ράτσα ανθρώπων εκκολάπτεται σήμερα στους κόλπους μιας παγκοσμιοποίησης που αυτοθαυμάζεται για τα ‘φυσιολογικά’ τέλεια τερατουργήματα του.
Φωτογραφία: Pixabay