Η Ψυχολογία της Διακοπής σε Εποχή Ψευδαίσθησης

Το καλοκαίρι, στη συλλογική φαντασίωση, φέρει μαζί του την υπόσχεση της ανακούφισης, της ελευθερίας, της επανεκκίνησης. Ωστόσο, σε ψυχολογικό επίπεδο, αυτή η εποχιακή μετάβαση δεν λειτουργεί μόνο ως πλαίσιο χαλάρωσης αλλά και ως σκηνή επώδυνων ανατροπών. Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς και υποτιμημένους ψυχικούς κραδασμούς αυτής της περιόδου είναι ο καλοκαιρινός χωρισμός ή η αιφνίδια αποσύνδεση από έναν δεσμό που είχε, πραγματικά ή φαντασιωσικά, σημαντικό συναισθηματικό φορτίο.

Ο ψυχολογικός ορίζοντας των εποχών: Τι σημαίνει “καλοκαίρι” για τον ψυχισμό;

Η θερινή περίοδος, με βάση τη θεωρία της συναισθηματικής εποχικότητας, ενισχύει τις διεργασίες εξιδανίκευσης και προσωρινής απώλειας εσωτερικών ορίων. Η διακοπή από τη ρουτίνα και η άρση των κοινωνικών ρόλων (εργασία, πρόγραμμα, κοινωνική υποχρέωση) δημιουργούν ένα ψευδοπλαίσιο οικειότητας, το οποίο ενισχύει τη φαντασίωση σύνδεσης χωρίς βάθος ή διαπροσωπική εστίαση σε ρεαλιστικές ανάγκες.

Επομένως, μια σχέση που γεννιέται ή φουντώνει το καλοκαίρι συχνά δεν θεμελιώνεται πάνω σε εσωτερική συνοχή ή ωριμότητα — αλλά πάνω σε μια αυξημένη αναζήτηση εμπειριών, ηδονής, και συχνά, προβολών. Από την άλλη, και οι υφιστάμενες σχέσεις δοκιμάζονται: η κοινή παρουσία χωρίς «άλλες ασχολίες» φέρνει στο προσκήνιο ρωγμές που ήταν καλυμμένες από την καθημερινότητα.

Χωρισμός και αποσύνδεση: Δεν με άφησε, χάθηκε

Οι καλοκαιρινοί χωρισμοί εμφανίζουν συχνά την μορφή της σιωπηλής αποσύνδεσης, χωρίς επίσημο τέλος, χωρίς έντονη σύγκρουση, χωρίς “απολογιστική” διαδικασία. Αυτό που βιώνεται είναι μια σταδιακή συναισθηματική απόσυρση του άλλου, η μείωση της επικοινωνίας, η απουσία επιθυμίας ή και φυσικής παρουσίας.

Σε επίπεδο θεωρίας προσκόλλησης, αυτή η συμπεριφορά παραπέμπει συχνά σε αποφευκτικό στυλ δεσμού, όπου το άτομο αποχωρεί εσωτερικά για να αποφύγει τη συναισθηματική ένταση που θα προκαλούσε μια καθαρή ρήξη. Το άτομο που μένει πίσω βιώνει μια ενδοψυχική σύγχυση: δεν μπορεί να πενθήσει κάτι που δεν ολοκληρώθηκε, δεν έχει σαφή γεγονότα για να αποδώσει νόημα.

Η έννοια της “διάψευσης”: Δεν πόνεσα επειδή έφυγες, αλλά γιατί σε πίστεψα

Η απογοήτευση δεν πηγάζει μόνο από την απώλεια. Πολύ συχνά, πηγάζει από το βίωμα της διάψευσης: το υποκείμενο δεν θρηνεί μόνο τον άλλον, αλλά και την εκδοχή του εαυτού που επένδυσε, περίμενε, δόθηκε.

Σε αυτό το σημείο εμπλέκεται έντονα το φαινόμενο της επανατραυματοποίησης. Άτομα με ιστορικό εγκατάλειψης, απόρριψης ή τραυματικών δεσμών, μπορεί να βιώσουν έναν καλοκαιρινό χωρισμό σαν επιβεβαίωση μιας υπαρξιακής αποτυχίας: “Κανείς δεν μένει”, “πάντα φεύγουν”, “κάτι κάνω λάθος”.

Εδώ, η θεραπευτική εργασία χρειάζεται να εστιάσει όχι μόνο στο πένθος για τη σχέση, αλλά και στη σύνδεση με το παλαιότερο τραύμα που η απογοήτευση ενεργοποίησε.

Ο μηχανισμός της εξιδανίκευσης και η κατάρρευσή του

Το καλοκαίρι — ιδιαίτερα σε ρομαντικό ή σεξουαλικό πλαίσιο — ενισχύει την ναρκισσιστική εξιδανίκευση: ο άλλος γίνεται φορέας λύτρωσης, χαράς, πληρότητας. Η σχέση δεν λειτουργεί με όρους ρεαλιστικής συμβατότητας αλλά με όρους συμπλήρωσης φαντασιωσικού κενού.

Όταν αυτό καταρρέει (με έναν χωρισμό, μια απόσυρση, μια απιστία ή απλώς τη σιωπή), το υποκείμενο δεν χάνει απλώς έναν άνθρωπο, αλλά τη νοηματοδότηση που είχε χτίσει γύρω από τη σχέση. Έτσι, η απογοήτευση δεν είναι απλή θλίψη αλλά απορρύθμιση ταυτότητας — “αν δεν είμαι μαζί σου, ποιος/ποια είμαι;”.

Η φαντασίωση του “αντί για”: Ανακούφιση ή παγίδευση;

Σε αρκετές περιπτώσεις, η αντίδραση σε έναν καλοκαιρινό χωρισμό είναι η αναζήτηση ενός υποκατάστατου: μια νέα σχέση, μια εφήμερη σύνδεση, ή ακόμα και υπερβολική ενασχόληση με εργασία/ταξίδια/κατανάλωση. Αυτό εντάσσεται στον μηχανισμό της εκτόπισης (Freud) ή και της μεταβίβασης (Lacan), όπου το υποκείμενο αποφεύγει να βιώσει την απώλεια και την εσωτερική της εργασία, αντικαθιστώντας τον άλλον με κάτι ή κάποιον άλλο.

Μακροπρόθεσμα, αυτό ενισχύει την αποκοπή από το συναίσθημα και δεν οδηγεί σε αυθεντική ψυχική ενσωμάτωση της απώλειας.

Η μεταβλητότητα της εποχικής συναισθηματικής ρύθμισης

Επιστημονικά, είναι τεκμηριωμένο ότι η εποχικότητα επηρεάζει την συναισθηματική ρύθμιση. Τα επίπεδα της σεροτονίνης, η έκθεση στο φως και η κοινωνική διάδραση επηρεάζουν το πώς ο ψυχισμός αντιδρά στη ματαίωση. Ένα άτομο που βιώνει απόρριψη τον Αύγουστο, συχνά την αισθάνεται πιο έντονα επειδή δεν υπάρχει “συγκαλυπτική δραστηριότητα”, το περιβάλλον είναι πιο εκτεθειμένο, το πλαίσιο πιο κενό.

Άρα, ο χωρισμός το καλοκαίρι “πονάει” περισσότερο όχι επειδή ήταν πιο σημαντικός αλλά επειδή βιώνεται πιο καθαρά, χωρίς αντιπερισπασμούς.

Η ψυχοθεραπευτική επεξεργασία της καλοκαιρινής απώλειας

Η θεραπευτική διεργασία μετά από έναν καλοκαιρινό χωρισμό στοχεύει:

  • Στην αναγνώριση των μηχανισμών εξιδανίκευσης και προσδοκίας
  • Στη σύνδεση με πρωτογενείς εμπειρίες εγκατάλειψης ή απόρριψης
  • Στην ενδυνάμωση του ψυχικού “εαυτού που αντέχει” τη ματαίωση
  • Στη διάκριση ανάμεσα στην απώλεια του άλλου και την απώλεια της ελπίδας

Ο στόχος δεν είναι μόνο η “επούλωση”, αλλά και η μετασχηματιστική επανένταξη της εμπειρίας σε ένα αφήγημα που δίνει νόημα και όχι μόνο πόνο.

 

Από τη θλίψη στην επεξεργασία

Οι καλοκαιρινοί χωρισμοί είναι συχνά σιωπηλοί, αλλά ποτέ ασήμαντοι. Μπορεί να αποδομούν μια φαντασίωση, αλλά ανοίγουν και τον χώρο για ερωτήματα ουσίας: Τι είδα στον άλλον; Τι αναζήτησα σε εκείνον; Πού ήμουν εγώ; Τι ζητώ αληθινά όταν επιθυμώ;

Η θλίψη του Αυγούστου δεν είναι αδυναμία. Είναι ένδειξη ότι κάποιος δόθηκε κι ας ματαιώθηκε. Η συνειδητοποίηση αυτής της διαδρομής είναι ήδη το πρώτο βήμα για μια πιο ώριμη επαφή με τον έρωτα. Και, κυρίως, με τον εαυτό.

 

 

ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΟΥ

Ψυχοθεραπεύτρια Λακανικού Ψυχαναλυτικού προσανατολισμού

Εγγραφείτε στο NEWSLETTER
για να λαμβάνετε πρώτοι τα νέα μου άρθρα

Write a comment